Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ: Η έκθεση της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ για το σχέδιο Ανάν

αναδημοσίευση από το περιοδιό "Άποψη"

Εισαγωγή
Η πρώτη εκδοχή του σχεδίου Ανάν υποβλήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2002 και τροποποιήθηκε για πρώτη φορά στις 10 Δεκεμβρίου 2002. Στις 27 Δεκεμβρίου 2002 συνήλθε η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ και αφού συζήτησε το σχέδιο Ανάν, αποφάσισε όπως το αποδεχθεί ως βάση για διαπραγμάτευση. Περαιτέρω αποφάσισε ότι η τελική τοποθέτηση του κόμματος θα γινόταν, αφού ολοκληρώνονταν οι διαπραγματεύσεις. Η πολυσέλιδη αξιολόγηση της Κεντρικής Επιτροπής για το σχέδιο Ανάν με τίτλο «Ανάλυση του Σχεδίου Ανάν για Επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος», στηρίχθηκε στις εισηγήσεις του μέλους της διαπραγματευτικής ομάδας εκ μέρους του ΑΚΕΛ, Τουμάζου Τσελεπή.
Το Σχέδιο Ανάν τροποποιήθηκε για δεύτερη φορά στις 26 Φεβρουαρίου 2003. Η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ συνήλθε στις 8 Μαρτίου 2003 για να εκτιμήσει τις διαφοροποιήσεις αυτές, τις οποίες και κατέγραψε. Ακολούθησαν οι διαπραγματεύσεις στο Μπούργκενστοκ, και η υποβολή δύο ακόμα αναθεωρημένων σχεδίων στις 25 και 31 Μαρτίου 2004. Η Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ συνήλθε στις 9 Απριλίου του 2004 και αξιολόγησε εκ νέου τις αναθεωρήσεις του σχεδίου, με σκοπό να καταλήξει στα συμπεράσματά της.
Με σκοπό τη λήψη απόφασης, η Κεντρική Επιτροπή προέβη σε ανατύπωση για εσωτερική χρήση, τόσο της πολυσέλιδης αρχικής αξιολόγησης της Κεντρικής Επιτροπής, ημερομηνίας 27/12/2003, όσο και της εκτίμησης των διαφοροποιήσεων, ημερομηνίας 8/3/2003. Για τις διαφοροποιήσεις του πέμπτου αναθεωρημένου σχεδίου Ανάν υποβλήθηκε χειρόγραφο σημείωμα του Τουμάζου Τσελεπή.
Η «Άποψη» έχει εξασφαλίσει και δημοσιεύει το ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ κείμενο της έκθεσης αξιολόγησης της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ για το σχέδιο Ανάν, το οποίο αποκαλύπτεται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα. Με δεδομένο ότι πλέον το ΑΚΕΛ είναι το κυβερνών κόμμα, και το κόμμα που καλείται να χειριστεί τη νέα διαπραγμάτευση του κυπριακού, η αξιολόγηση της Κεντρικής Επιτροπής για το σχέδιο Ανάν, έχει ιδιαίτερη σημασία. Αν και το σχέδιο Ανάν είναι πλέον νεκρό, μετά την απόρριψη του από τον κυπριακό λαό στο δημοψήφισμα, εντούτοις η αξιολόγηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ έχει τη δική της σημασία σε οποιαδήποτε νέα προσπάθεια για επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Η «ΑΠΟΨΗ» δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω αξιολόγηση, υιοθέτηση ή απόρριψη του κειμένου. Για το λόγο αυτό θ’ αποφύγουμε ν’ ασχοληθούμε στα πλαίσια του παρόντος «Φακέλου» με το παρασκήνιο για όσα διαδραματίστηκαν στην Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ, κατά τη συζήτηση του σημειώματος Τσελεπή επί του πέμπτου αναθεωρημένου σχεδίου Ανάν. Το έγγραφο, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα, αποτελείται από 29 σελίδες και περιλαμβάνει τις δύο αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής, ημερ. 27/12/2003 και 8/3/2003. Περιοριζόμαστε στη δημοσίευσή των σημαντικότερων αποσπασμάτων του πιο πάνω εγγράφου, με την πεποίθηση ότι αυτό θα συμβάλει στην πληρέστερη ενημέρωση του Κύπριου πολίτη.
Η Νέα Κατάσταση Πραγμάτων
Πιο κάτω διευκρινίζεται ότι οι νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές πράξεις οποιασδήποτε αρχής που προηγήθηκαν της έναρξης ισχύος της Συμφωνίας αναγνωρίζονται και είναι έγκυρες, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις πρόνοιες της Συμφωνίας.
Το Διεθνές Δίκαιο και η διεθνής νομολογία προνοούν ότι δεν γίνονται αποδεκτοί οι ‘νόμοι’ παράνομων οντοτήτων με εξαίρεση κάποιες διευθετήσεις προς όφελος του πληθυσμού…Τέτοιες διευθετήσεις αφορούν για παράδειγμα πιστοποιητικά γέννησης, θανάτου, γάμου, κληρονομικά δικαιώματα κ.ο.κ. Η ιθαγένεια π.χ. δεν εμπίπτει σε αυτήν την κατηγορία.
Επομένως δεν μπορούμε να δεχθούμε ‘νόμους’ του ψευδοκράτους που παραπέμπουν σε κρατική υπόσταση. Μπορούμε να επικαλεστούμε την πρόνοια για ισχύ των νόμων που θα συνάδουν με τη Συμφωνία για να επιτύχουμε αυτό το στόχο. Το επιχείρημα ότι όταν θα τεθεί σε ισχύ η Συνολική Διευθέτηση δεν θα υπάρχει η ‘ΤΔΒΚ’ δεν είναι πειστικό. Δεν είναι αρκετό να μην υπάρχει, πρέπει να είναι καθαρό ότι δεν αναγνωρίστηκε ούτε για μια στιγμή πριν από την κατάργησή της, διότι σε τέτοια περίπτωση θα διατρέχαμε κινδύνους για μια σειρά λόγους που αναλύσαμε κατ’ επανάληψη και τους υπενθυμίζουμε συνοπτικά:
Πρώτο, αν οι συνομιλίες δεν καταλήξουν, το ψευδοκράτος θα βρεθεί αναγνωρισμένο από εμάς τους ίδιους (που είναι και ο μόνος προσφερόμενος από το διεθνές δίκαιο τρόπος για νομιμοποίησή του).
Δεύτερο, και αν ακόμα ο Ντενκτάς δείξει καλή θέληση και φθάσουμε σε λύση, δεν πρέπει να ξεχνάμε το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Αναγνωρίστηκε διεθνώς η απόσχιση της Κροατίας και της Σλοβενίας με το επιχείρημα ότι η αποχώρηση τους από την ομοσπονδία ισοδυναμούσε με διάλυση του ομοσπονδιακού κράτους και αυτή η άποψη ενισχυόταν από το γεγονός ότι οι εν λόγω Δημοκρατίες, είχαν υπάρξει ως ανεξάρτητα κράτη πριν από τη δημιουργία της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Αυτό περιλαμβάνεται στο πόρισμα της Επιτροπής Badinter που είχε διορίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να μελετήσει το θέμα. Αυτές οι αντιλήψεις υπερίσχυσαν των προνοιών του Συντάγματος της Γιουγκοσλαβίας που αναφέρονταν στην ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και ενότητα του ομοσπονδιακού κράτους.
Ιθαγένεια
Γίνεται αφενός αναφορά σε μια ιθαγένεια και αφετέρου σε εσωτερική ιθαγένεια των ‘συνιστώντων κρατών’ που θα συμπληρώνει και δεν θα υποκαθιστά την κυπριακή ιθαγένεια. Είναι αλήθεια ότι αυτό γίνεται και σε άλλες ομοσπονδίες, αλλά στην περίπτωσή μας η εσωτερική ιθαγένεια δεν συνδέεται μόνο με την άσκηση κάποιων πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε τοπικό επίπεδο, αλλά και με τον περιορισμό στην εγκατάσταση. Ένας τέτοιος περιορισμός θα είναι επιτρεπτός αν ο αριθμός των κατοίκων που προέρχονται από το άλλο ‘συστατικό κράτος’ περνά το 1% του πληθυσμού κατά τον πρώτο χρόνο και το 20% κατά τον 20ο χρόνο, αυξανόμενος κατά 3% κάθε 3 χρόνια στο μεσοδιάστημα. Απ’ εκεί και πέρα, οι όποιοι περιορισμοί θα είναι επιτρεπτοί μόνο αν το 1/3 του πληθυσμού προέρχεται από το άλλο συνιστών κράτος. Έτσι βασικός στόχος της εσωτερικής ιθαγένειας είναι η υποβοήθηση των προνοιών για περιορισμούς στην ελεύθερη εγκατάσταση. Με τα ποσοστά που δίνονται προκύπτει ότι οι εκτοπισμένοι των οποίων θα γίνει σεβαστό το δικαίωμα επιστροφής – και αυτό σταδιακά σε 20 χρόνια – θα είναι λίγοι.
Συμπεράσματα
Είναι σαφές ότι ο όγκος του εγγράφου, το γεγονός ότι απουσιάζει μια ρητή αναφορά στο γνωστό πλαίσιο για ένα ομοσπονδιακό κράτος με μια κυριαρχία, διεθνή προσωπικότητα και ιθαγένεια, καθώς και η προτεινόμενη διαδικασία, δεν μας επιτρέπουν μεγάλα διαπραγματευτικά περιθώρια σε περίπτωση αποδοχής του εγγράφου ως βάση για διαπραγμάτευση. Αν αποφασιστεί η αποδοχή του ως βάσης για διαπραγμάτευση πρέπει να επιδιωχθεί η απάλειψη ή βελτίωση τουλάχιστον των πιο αρνητικών του σημείων, νοουμένου ότι δεν θα υπάρχει η πολυτέλεια απόρριψης όλων όσων δεν μας αρέσουν. Τα σημεία αυτά κατά την άποψή μας είναι τα εξής:
1. Κάποιες πρόνοιες συνηγορούν, εμμέσως πλην σαφώς, υπέρ της άποψης ότι δεν θα έχουμε νέο κράτος (παραμένουν σε ισχύ οι Συνθήκες του 1960, που υποτίθεται εγκαθίδρυσαν την Κυπριακή Δημοκρατία και εγγυούνται την ανεξαρτησία και εδαφική της ακεραιότητα. Η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος, είναι μέλος του ΟΗΕ κ.α. Και σε αυτό το τελευταίο ωστόσο μπορεί κάποιος να δώσει διαφορετική ερμηνεία. Μιλά για Κύπρο, όχι για Κυπριακή Δημοκρατία, άρα για τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Φαίνεται παρατραβηγμένο, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να το επισημάνουμε). Άλλες πρόνοιες σε μικρότερο βαθμό δεν αποκλείουν την αντίθετη ερμηνεία (οι ορολογίες για συστατικά κράτη, ιδρυτική συμφωνία, συμφυή συντακτική εξουσία, κοκ, η αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές και σκοπούς του ΟΗΕ στο προοίμιο της Συμφωνίας, η φρασεολογία που χρησιμοποιείται κυρίως για τις διεθνείς συνθήκες, αλλά και για τη νομοθεσία).
2. Παρομοίως, ενώ αρκετές πρόνοιες συνηγορούν εμμέσως πλην σαφώς υπέρ του ομοσπονδιακού κράτους, κάποιες πρόνοιες επιτρέπουν διαφορετικές ερμηνείες, η αναφορά ‘κυριαρχικώς ασκούμενες εξουσίες’ των ‘συστατικών κρατών’, η εγγύηση της ‘εδαφικής ακεραιότητας’ των συστατικών κρατών κ.α.
3. Υπάρχουν προβλήματα λειτουργικότητας και πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα η μεταβατική περίοδος. Χρειάζεται να εισαχθούν περισσότεροι μηχανισμοί ξεπεράσματος αδιεξόδων.
4. Είναι μικρός ο αριθμός των εκτοπισμένων των οποίων το δικαίωμα επιστροφής υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση θα γίνει σεβαστό στην πράξη.
5. Μένει η μεγάλη πλειοψηφία των εποίκων.
6. Μένουν στρατεύματα.
7. Οι ερωτήσεις στα δημοψηφίσματα είναι διατυπωμένες κατά τρόπο που μπορεί να ερμηνευθεί, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, ως απόρριψη όχι μόνο της λύσης του κυπριακού, αλλά και της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
8. Νοουμένου ότι η λύση θα προηγηθεί της ενταξιακής συμφωνίας, δεν διευκρινίζεται τι θα γίνει αν η Ευρωπαϊκή Ένωση απορρίψει τις εξαιρέσεις που ζητούνται από το κοινοτικό κεκτημένο.
9. Η Κύπρος για να συμμετέχει στην ΚΕΠΠΑ θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας.
Αν θα απομονώναμε τα κυριότερα από τα πιο πάνω αρνητικά σημεία, αυτά θα ήταν τα ζητήματα των εποίκων, της επιστροφής υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση και των ζητημάτων που εντοπίζονται αναφορικά με την απρόσκοπτη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το ζήτημα της λειτουργικότητας. Για τα δυο πρώτα (πρόσφυγες και έποικοι) η διαπραγμάτευση θα είναι πιστεύουμε πολύ πιο δύσκολη, αλλά είναι και τα πιο σημαντικά ζητήματα.
Το έγγραφο ασφαλώς περιέχει και αρκετά θετικά στοιχεία, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής:
1. Υπάρχουν αρκετές πρόνοιες που, εμμέσως πλην σαφώς, καταδεικνύουν συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ομοσπονδιακό κράτος.
2. Απαγορεύεται η ένωση, η διχοτόμηση και η απόσχιση, και τίποτε στη Συμφωνία δεν θα ερμηνεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ως παραβιάζον την απαγόρευση αυτή.
3. Ο συνεταιρισμός θα είναι αδιάλυτος.
4. Δεν προνοείται δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Σε περίπτωση παραβίασης της Συμφωνίας θα αποφασίζουν για τι δέον γενέσθαι όχι μόνο οι εγγυήτριες δυνάμεις, αλλά από κοινού και τα συστατικά κράτη και ο ΟΗΕ.
5. Επιστρέφει ικανοποιητικός αριθμός προσφύγων υπό Ελληνοκυπριακή διοίκηση.
6. Το κοινό ψηφοδέλτιο για την εκλογή κυβέρνησης μπορεί να λειτουργήσει ως ενοποιητικό στοιχείο.
7. Οι πολίτες δεν θα ψηφίζουν ανάλογα με την κοινότητά τους, αλλά ανάλογα με το συστατικό κράτος του οποίου έχουν την εσωτερική ιθαγένεια.
8. Υπάρχει σχετική βελτίωση των προνοιών του Συντάγματος του 1960 για το βέτο και τις χωριστές πλειοψηφίες.
Ανάλυση του Αναθεωρημένου Σχεδίου Ανάν, ημερ. 8/3/2003
Οι προτεινόμενες ονομασίες είναι:
- ‘Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία’ (αντί ‘κοινό κράτος’).
- ‘Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση’ (αντί ‘κυβέρνηση του κοινού κράτους’).
- ‘Συνιστώντα Κράτη’ (αντί ‘συστατικά κράτη’).
Η ορολογία που δεν μας ικανοποιεί είναι τα ‘συνιστώντα κράτη’, αφού αφήνει περιθώριο ερμηνειών ότι λόγος γίνεται για ομοσπονδοποίηση με συνένωση χωριστών κρατών. Παρόμοιες παρερμηνείες επέτρεπε και η προηγούμενη ορολογία για ‘συστατικά κράτη’, αλλά κατά πιο αδύναμο τρόπο. Μας λέχθηκε ότι τα ‘συνιστώντα κράτη’ έγιναν δεκτά από τον Κληρίδη με αντάλλαγμα τον όρο ‘ομοσπονδιακή κυβέρνηση’ που απουσιάζει παντελώς από τα έγγραφα του ΟΗΕ εδώ και μερικά χρόνια.
Συμπερασματικά:
Οι κυριότερες αλλαγές που έγιναν υπέρ μας είναι οι εξής: Δικαστικά ζητήματα, παραχώρηση μεγάλης έκτασης των βάσεων, αυξάνονται ελαφρώς τα ποσοστά περιουσίας συνολικά και σημαντικά ανά χωριό, βελτιώθηκε το ερώτημα για το δημοψήφισμα, παραχωρείται μέσα σε έξι μήνες σε όσους επιστρέφουν το δικαίωμα ψήφου για τα τοπικά όργανα εξουσίας, υπάρχει ελαφρά βελτίωση – αλλά όχι ικανοποιητική – στο θέμα των εποίκων σε σύγκριση με το πρώτο αναθεωρημένο, έγινε βελτίωση για τον τρόπο κατανομής του ΦΠΑ.
Οι σε βάρος μας αλλαγές είναι βασικά οι εξής: Φεύγει η Καρπασία από τις περιοχές που είχαν προταθεί για Ε/Κ διοίκηση, αλλάζουν σε βάρος μας τα χρονοδιαγράμματα και το συνολικό ποσοστό Ε/Κ που θα μπορούν να εγκατασταθούν στα κατεχόμενα, εξακολουθεί να είναι μεγάλος ο αριθμός των εποίκων και των στρατευμάτων, αλλάζει σε βάρος μας η πρόνοια για τους νόμους που ίσχυαν πριν τη λύση.