του Άριστου Μιχαηλίδη
«ΘΕΛΩ να συγχαρώ τη σύζυγό μου την Έλση Χριστόφια», δήλωσε χτες μπροστά στις κάμερες ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και μας έκανε όλους να αισθανθούμε μειονεκτικά, διότι εμείς δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να συγχαρούμε δημοσίως τις συζύγους μας, οι οποίες επίσης αναλαμβάνουν διάφορες πρωτοβουλίες για το καλό του τόπου. Είναι βεβαίως και οι εκφράσεις, το ύφος που τα λέει ο κ. Χριστόφιας, ο οποίος συχνότατα πλέον μας εκπλήττει με τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει για να εκφράζει τόσο τα συναισθήματά του για προσωπικές του στιγμές όσο και για σοβαρές πολιτικές εξελίξεις.
«Θέλω να συγχαρώ τη σύζυγό μου την Έλση Χριστόφια και την κυρία Ταλάτ γι’ αυτή την κοινή πρωτοβουλία», είπε, σαν να είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό να δίνει δημοσίως συγχαρητήρια στη σύζυγο του ένας πρόεδρος, ενώ θα μπορούσε να της τα δώσει το βράδυ στο σπίτι ή τις προηγούμενες μέρες, που συζητούσαν μεταξύ τους αυτή την πρωτοβουλία (διότι τη συζήτησαν προφανώς, δεν του ήρθε απότομο!) και προχώρησε αμέσως στην ανάλυση της πρωτοβουλίας: «Ο πόνος, η οδύνη, τα προβλήματα και οι χαρές δεν έχουν εθνικότητα ούτε εθνολογική προέλευση» αλλά «είναι κοινά».
Μεγάλη κουβέντα κι αυτή! Κι ας όψεται, θα προσθέταμε, το γινάτι των στρατιωτικών της Άγκυρας. Διότι, είναι φανερό πια ότι ο πόνος, η οδύνη, τα προβλήματα είναι κοινά, αλλά δεν μας αφήνουν να τα χαρούμε.
Τώρα, για να λέμε την αλήθεια, δεν είναι τόσο σίγουρο ότι ο πόνος και η οδύνη των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων είναι κοινά, διότι, για παράδειγμα, δεν υπάρχουν Τουρκοκύπριοι που ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, οπότε δεν μπορούν να γνωρίζουν τον πόνο τού να ζεις στοιβαγμένος εκεί επί 35 χρόνια και να επιμένεις παρά την οδύνη να μην αφήνεις την ελπίδα σου να σβήνει. Ούτε υπάρχουν Τουρκοκύπριοι εγκλωβισμένοι στο Καρπάσι, για να γνωρίζουν τι σημαίνει να μην μπορείς να κηδέψεις ένα δικό σου με τις ευλογίες του δεσπότη σου. Αλλά, δεν πειράζει, έχουν κι εκείνοι άλλους πόνους και οδύνες. Έχουν τον πόνο της απομόνωσης, για παράδειγμα, που τους επέβαλαν οι αδιάλλακτοι Ελληνοκύπριοι, έχουν τον πόνο της μη ένταξης στην Ευρώπη και διάφορους άλλους πόνους, που δεν είναι ίδιοι με τους πόνους των Ελληνοκυπρίων αλλά δεν φταίνε αυτοί, φταίει το γινάτι των στρατιωτικών της Άγκυρας.
Βέβαια την ώρα που ο «κοινός πόνος» έπαιρνε μορφή λαϊκού πανηγυριού στη διαχωριστική ζώνη της Λευκωσίας, ο σύζυγος της Όγια Ταλάτ κατηγορούσε τον σύζυγο της Έλσης Χριστόφια ότι «παίζει διάφορα παιχνίδια στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και αυτό προκαλεί προβλήματα στη διαδικασία» και ότι δεν παρέμεινε «πιστός στα συμφωνηθέντα» και γι΄ αυτό δεν προχωρούν οι συνομιλίες. Και τα συμφωνηθέντα, είπε, είναι ότι οι διαπραγματεύσεις θα έπρεπε να γίνονται στη βάση του σχεδίου Ανάν και «η τουρκοκυπριακή πλευρά είναι αποφασισμένη να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις πάνω στην παράμετρο των Ηνωμένων Εθνών».
Κατά τα άλλα, όμως, ο πόνος μας είναι κοινός, άσχετα με τις παραμέτρους των Ηνωμένων Εθνών και το γινάτι των στρατιωτικών.