Η «ΑΠΟΨΗ» παρουσιάζει σειρά άκρως απόρρητων εγγράφων του Υπουργείου Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας (Foreign Office), από τα οποία μπορούν να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα για τον διαχρονικό παρεμβατικό ρόλο της Γηραιάς Αλβιώνας στην Κύπρο και στην περιοχή της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Τα έγγραφα που θα παρουσιαστούν είναι διαθέσιμα στο Γραφείο Δημόσιων Αρχείων (PRO) στο Λονδίνο και αποτελούν μέρος ειδικής έρευνας της «ΑΠΟΨΗΣ» για τις σχέσεις Κύπρου-Βρετανίας.
Αντικειμενικός σκοπός της παράθεσης των πιο κάτω εγγράφων είναι η παρουσίαση των στρατηγικών και γεωπολιτικών συμφερόντων της Βρετανίας στην περιοχή, η ανάδειξη του ρόλου και της χρησιμότητας των βάσεων και του γιατί η Κύπρος αποτελεί έδαφος ζωτικής σημασίας και εθνικού συμφέροντος για την Βρετανία.
Ο αποκλεισμός της επιλογής αυτοδιάθεσης και ένωσης με την Ελλάδα
Η Βρετανία, όπως και άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δεχόταν πιέσεις για εγκατάλειψη των αποικιών και παραχώρηση δικαιώματος αυτοδιάθεσης (π.χ Παλαιστίνη, Αίγυπτος). Η Κύπρος, η οποία συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, έλπιζε ότι με το τέλος του οι Βρετανοί θα έβλεπαν θετικά το αίτημά της για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Ο αποκλεισμός της επιλογής της αυτοδιάθεσης και Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είχε ήδη αποφασιστεί στο Λονδίνο από το 1945, αφού είχαν προηγηθεί συσκέψεις και ετοιμασία σημειωμάτων, μνημονίων και αναλύσεων από το Υπουργείο Αποικιών, το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών.
Συγκεκριμένα, στις 8 Μαΐου 1950 το Υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας απέστειλε άκρως απόρρητη επιστολή, συνοδεύομενη από μνημόνιο που συντάχθηκε από κοινού με τα Υπουργεία Αποικιών και Εξωτερικών. Το πρώτο έγγραφό που παρουσιάζουμε φέρει τον τίτλο «Union of Cyprus with Greece» και σε αυτό αναφέρεται επί λέξει:
«Τον Σεπτέμβριο του 1945 το Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από το Γενικό Επιτελείο εκτίμηση για τις στρατηγικές επιπλοκές στην πρόταση που έγινε από το απόσπασμα στην Ελλάδα για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση οποιονδήποτε στρατιωτικών δικαιωμάτων στην Κύπρο (και οπουδήποτε στην Ελλάδα). Το συμπέρασμα το οποίο εγκρίθηκε από το Γενικό Επιτελείο ως σημείο 5 στην σύσκεψη της 14ης Σεπτεμβρίου ήταν ότι:
Α) Το στρατιωτικό πλεονέκτημα της διατήρησης της υφιστάμενης κατάστασης (status quo) είναι σαφέστατα προτιμότερο από τα τυχόν πλεονεκτήματα υιοθέτησης αυτής της εισήγησης. (δηλαδή της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα)
Β) Συνεπώς, πρέπει να διατηρήσουμε την κυριαρχία μας στην Κύπρο, ακόμη και στον κίνδυνο αύξησης της έντασης στο νησί και της δυσαρέστησης της Ελλάδας».
Στο μνημόνιο γίνονται σαφείς αναφορές στους ευρύτερους πολιτικούς λόγους για τους οποίους η Βρετανία έπρεπε να διατηρήσει την Κύπρο. Ξεχωρίζει η αναφορά για τον ρόλο της Τουρκίας και της Τουρκόφωνης κοινότητας (όπως οι ίδιοι οι Βρετανοί την ονόμαζαν) στην Κύπρο ως εξής:
«…η μεταφορά της κυριαρχίας της Κύπρου στην Ελλάδα θα βρει ισχυρούς ενάντιους τους Τουρκόφωνους Κύπριους (20% του συνολικού πληθυσμού) και θα προκαλέσει δυσκολίες στην Τουρκία. Η Τουρκική Κυβέρνηση θα επηρεαστεί όχι επειδή ενδιαφέρεται για αυτήν καθεαυτήν την Τουρκόφωνη μειονότητα, αλλά γιατί θα επηρεαστεί η ίδια η ασφάλειά της».
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η Κύπρος αποτελούσε και αποτελεί για την Βρετανία σημαντικό τμήμα της ευρύτερης στρατηγικής της στην Μέση Ανατολή, καθώς και για την εικόνα της στον κόσμο. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι:
«Η εκχώρηση στην Ελλάδα της μοναδικής Βρετανικής περιοχής στην Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος), ακόμη και αν συνοδεύεται με την παραχώρηση όλων των αναγκαίων στρατηγικών εγκαταστάσεων, θα ειδωθεί ως μια ακόμη απόδειξη της συνεχιζόμενης αδυναμίας του Ηνωμένου Βασιλείου. Η υπόνοια ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει μια εξέγερση στην ίδια της την επικράτεια, ή παρομοίως να την εκχωρήσει στην Ελλάδα, θα ενδυνάμωνε τα χέρια αυτών που εργάζονται να πείσουν τους Άραβες ότι το μέλλον τους βρίσκεται με την Ρωσία και όχι με τις Δυτικές Δυνάμεις».
Το έγγραφο καταλήγει με μια σημαντική, για την εποχή, αποκάλυψη. Ότι δηλαδή η Κύπρος ήταν μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ήδη με την εφαρμογή του Αμερικανικού Σχεδίου Μάρσαλ ο κόσμος είχε μοιραστεί στα δύο στρατόπεδα ενώ είχε μόλις ξεκινήσει η περίοδος του ψυχρού πολέμου. Στο έγγραφο αναφέρεται συγκεκριμένα ότι:
«Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το 1947 τόσο το Υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής όσο και το Γενικό Επιτελείο των Ηνωμένων Πολιτειών μας ενημέρωσαν ότι απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στη διατήρηση της θέσης της Βρετανίας στην Κύπρο. Η ίδια άποψη εκφράστηκε και στο συνέδριο Αμερικανών εκπροσώπων για την Μέση Ανατολή, που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1949. Το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (State Department) υιοθέτησε αυτή την άποψη και ζήτησε όπως αυτή προωθηθεί στο Υπουργείο Αποικιών».
Η Στρατηγική Σημασία της Κύπρου
Ορισμένα από τα σημερινά πολιτικά, στρατιωτικά, στρατηγικά και γεωπολιτικά ερωτήματα που απασχολούν όσους ασχολούνται με την Βρετανική πολιτική στην Κύπρο είχαν απαντηθεί, πάλι, από το 1950. Συγκεκριμένα, το Υπουργείο Αποικιών της Βρετανίας απηύθυνε τρία, μόνο, ερωτήματα, ζητώντας τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Άμυνας, σχετικά με το μέλλον της Κύπρου, ως εξής:
«Α) Μπορεί να γίνει μια εκτίμηση των ελάχιστων στρατηγικών υποδομών που πρέπει να έχουμε στην Κύπρο σήμερα και στο προβλεπτό μέλλον;
B) Αν είναι εφικτή η πιο πάνω εκτίμηση, οι αναγκαίες στρατιωτικές υποδομές που χρειάζονται είναι σε τόση έκταση ή τέτοιου χαρακτήρα που να καθιστά αναγκαία την παραμονή της Βρετανικής κυριαρχίας και πολιτικής εξουσίας στην Κύπρο;
Γ) Αν η Κύπρος παραμείνει Βρετανικό έδαφος, οι στρατηγικές μας ανάγκες υπαγορεύουν την αδιαμφισβήτητη διατήρησή της ή αυτό μπορεί να τύχει επαναξιολόγησης; Στην δεύτερη περίπτωση (δηλ. επανεξέτασης Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο) το Γενικό Επιτελείο θα ήταν σύμφωνο με μια δημόσια διαβούλευση για την επανεξέταση του καθεστώτος του νησιού μετά από την πάροδο 10 ή 15 ετών, σε περίπτωση που αυτό κριθεί σκόπιμο;»
Οι απροκάλυπτα ωμές απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα βρίσκονται στο άκρως απόρρητο έγγραφο του Γενικού Επιτελείου του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 25 Μαΐου 1950, και που φέρει τον αυτόδηλο τίτλο «Strategic Importance of Retaining Full Sovereignty in Cyprus» (Η Στρατηγική Σημασία Διατήρησης Πλήρους Κυριαρχίας στην Κύπρο).
Οι αντίστοιχες απαντήσεις για τα τρία πιο πάνω ερωτήματα, έχουν αυτούσιες, ως ακολούθως:
«Απάντηση A: Οι ελάχιστες υποδομές και εγκαταστάσεις που χρειαζόμαστε στην Κύπρο περιλαμβάνουν:
- Ελεύθερη πρόσβαση και εγκατάσταση στο έδαφος της Κύπρου, σε περίοδο ειρήνης, όσου αριθμού Βρετανικών δυνάμεων του αποσπάσματος Μέσης Ανατολής κριθεί αναγκαίος, οποιαδήποτε στιγμή, για ανταπόκριση των στρατηγικών αναγκών.
- Το δικαίωμα δημιουργίας των αναγκαίων αεροδιαδρόμων για υποστήριξη της συμμαχικής στρατηγικής».
«Απάντηση Β: Ναι. Η διατήρηση για μακροπρόθεσμο διάστημα των αναγκαίων στρατιωτικών υποδομών και εγκαταστάσεων στην Κύπρο μπορεί να διασφαλιστεί μόνο αν η Κύπρος παραμείνει υπό Βρετανική Κυριαρχία. Περαιτέρω, οι επιδράσεις στην Τουρκία και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, στην περίπτωση εγκατάλειψης της Βρετανικής κυριαρχίας, είναι πιθανόν να είναι τόσο σοβαρές που καθιστά στρατηγικά απαραίτητο την Κύπρο να παραμείνει Βρετανική».
«Απάντηση Γ: Για όσο διάστημα το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί την διατήρηση της θέσης της στην Μέση Ανατολή, η Κύπρος πρέπει να παραμείνει υπό Βρετανική κυριαρχία. Επιπλέον, είναι απαραίτητο όπως η Κύπρος μην τεθεί υπό κομμουνιστικό έλεγχο σε περίοδο ειρήνης. Συνεπώς, δεν βλέπουμε κανένα λόγο για οποιαδήποτε δημόσια διαβούλευση για την επαναξιολόγηση του θέματος σε οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον. Τυχόν δημόσια ανακοίνωση του θέματος θα θεωρηθεί ως ανεπιθύμητη καθώς θα ενισχύσει τα ανατρεπτικά στοιχεία στην Κύπρο και θα δυσαρεστήσει τους συμμάχους μας στην Μέση Ανατολή».
Το άκρως αποκαλυπτικό αυτό έγγραφο καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την στρατηγική σημασία διατήρησης της Κύπρου ως Βρετανικού εδάφους. Από αυτό φαίνεται ότι οι Βρετανοί, για το θέμα της Κύπρου, κινούνταν καθαρά με βάση γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά κριτήρια. Περαιτέρω δεν είχαν κανένα κώλυμα να δηλώσουν ότι δεν θα βοηθούσαν την Ελλάδα σε περίπτωση πολέμου και ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα δεν εξυπηρετεί τα κοινά συμφέροντα ΗΠΑ-Βρετανίας.
Αφοπλιστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«Ελλάδα: Από την άλλη πλευρά οι Σύμμαχοι σε περίπτωση πολέμου δεν σκοπεύουν να παράσχουν απευθείας υποστήριξη στην Ελλάδα και συμφωνούν στο ότι μπορεί να καταληφθεί από τις Ρωσικές δυνάμεις μέσα σε τρεις μήνες. Παρόλο που αυτό θα ήταν πισωγύρισμα (δηλ κατάληψη Ελλάδας από Ρωσία) αυτό δεν θα ήταν καταστροφικό για τα συμμαχικά σχέδια στην Μέση Ανατολή αν η Ελληνική αντίσταση στη Ρωσία κατέρρεε και ο εχθρός ήταν σε θέση να εγκαταστήσει ναυτικές και αεροπορικές βάσεις στην νότια Ελλάδα στα αρχικά στάδια του πολέμου. Συνεπώς, οποιαδήποτε ένταση που μπορεί να προκύψει μεταξύ της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο αυτή δεν θα επηρεάσει σοβαρά την συμμαχική στρατηγική στην Μέση Ανατολή.
Επιπλέον, δεν έχει υπονοηθεί ότι η συνέχιση της Βρετανικής κυριαρχίας στην Κύπρο είναι πιθανόν να οδηγήσει την Ελλάδα σε κομμουνιστική τροχιά. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα θέσει σε σοβαρό κίνδυνο την συμμαχική στρατηγική στην Μέση Ανατολή.»
Η Στρατηγική Σημασία των Στρατιωτικών Βάσεων στην Κύπρο
Εξίσου σημαντικές είναι και οι αναφορές στην στρατηγική σημασία των στρατιωτικών βάσεων που βρίσκονται στην Κύπρο τόσο για την ίδια την Βρετανία όσο και για τις συμμαχικές δυνάμεις, όπως τις χαρακτηρίζουν. Παραθέτουμε τα πιο κάτω αποσπάσματα προς επίρρωση του πιο πάνω επιχειρήματος:
«Αναγκαίες Εγκαταστάσεις στην Κύπρο»
«Στέγαση: …η Κύπρος, ως Βρετανικό απόκτημα, είναι το μόνο μέρος στην Ανατολική Μεσόγειο που διαθέτει την απαραίτητη ασφάλεια για δημιουργία των αναγκαίων μόνιμων υποδομών για στέγαση. Είναι πιθανόν, σε κάποια στιγμή στο μέλλον, οι δυνάμεις του τμήματος Μέσης Ανατολής να αυξηθούν σε τέτοιο βαθμό που να συνεπάγεται την επέκταση της στρατιάς που βρίσκεται στην Κύπρο. Το απαραίτητο για το Ηνωμένο Βασίλειο από την Κύπρο είναι, λοιπόν, η ικανότητα εγκατάστασης στην Κύπρο, σε περίοδο ειρήνης, οποιοδήποτε τμήμα των δυνάμεων και των τριών υπηρεσιών (πεζικό, ναυτικό, αεροπορία), που θα κριθούν αναγκαία σε οποιαδήποτε στιγμή για την Βρετανική Στρατηγική στην Μέση Ανατολή».
«Αεροπορική Βάση: Αν και το εγχείρημα για κατασκευή αεροπορικής βάσης βαρέων βομβαρδιστικών στην Κύπρο είναι σε στασιμότητα, παραμένει απαραίτητο όπως το νησί να μπορεί να αναπτυχθεί σε συμμαχική αεροπορική βάση. Από την Κύπρο τα αεροσκάφη μπορούν να διεισδύσουν στην Ρωσία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αεροπορική βάση στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. … Είναι συνεπώς αυταπόδεικτο ότι η στρατηγική αξία της Κύπρου είναι πιθανότερο να αυξηθεί στο μέλλον καθώς οι δυτικοί σύμμαχοι αποκτούν περισσότερη ισχύ».
Η Ανεξαρτησία και οι προτεραιότητες της Βρετανικές πολιτικής στην Κύπρο
Κάποιος καλόπιστος αναλυτής ή ερευνητής θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τα πιο πάνω ίσχυαν την περίοδο του ψυχρού πολέμου και κυρίως πριν η Κύπρος γίνει ανεξάρτητο κράτος. Τα στοιχεία που θα παρουσιάσουμε πιο κάτω καταδεικνύουν ότι η Βρετανική πολιτική στην Κύπρο παρέμεινε αναλλοίωτη και απλά αναπροσαρμόσθηκε με τα νέα δεδομένα.
Στο απόρρητο μακροσκελές έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Directive to the United Kingdom High Commissioner in the Republic of Cyprus» (Οδηγίες προς τον Ύπατο Αρμοστή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο) δίδονται οι κατευθυντήριες γραμμές στον πρώτο Πρέσβη της Βρετανίας στην Κύπρο. Είμαστε σίγουροι ότι το εν λόγω κείμενο δίδεται σε κάθε νέο Πρέσβη της Βρετανίας στην Κύπρο μέχρι σήμερα, αφού αποτελεί διαχρονική πυξίδα για την πολιτική της Βρετανίας στην Κύπρο.
Επιλεκτικά αναφέρουμε τα πιο κάτω:
«Η Κυβέρνηση της αυτού Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείο σε έχει διορίσει ως τον πρώτο Ύπατο Αρμοστή της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο. Οι πρωταρχικοί σκοποί σου είναι:
α) η διατήρηση της συμφωνίας που επιτεύχθηκε στην Κύπρο στη βάση των Συνθηκών που έχουν τεθεί σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960. Για αυτό το σκοπό θα πρέπει να διατηρείς στενή συνεργασία με τον Έλληνα και Τούρκο ομόλογο σου.
α) η διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Κυβέρνηση της Κύπρου για διασφάλιση ότι αυτή δεν θα αμφισβητήσει:
τη συνεχιζόμενη άσκηση κυριαρχίας της Κυβέρνησης της αυτού Μεγαλειότητας στις δύο περιοχές στο νησί της Κύπρου που αποκαλούνται ως Κυρίαρχες Περιοχές Βάσεων στο Ακρωτήρι και στην Δεκέλεια,
τη συνεχιζόμενη άσκηση των Στρατιωτικών δυνάμεων της Κυβέρνησης της αυτού Μεγαλειότητας συγκεκριμένων δικαιωμάτων καθώς και της χρήσης συγκεκριμένων υποδομών και τοποθεσιών της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως περιγράφονται στην συμφωνία».
Επιπρόσθετα, η παράγραφος 5 του πιο πάνω εγγράφου εξηγεί πως ο εκάστοτε Ύπατος Αρμοστής της Βρετανίας στην Κύπρο θα διασφαλίσει πως δεν θα αμφισβητηθεί το καθεστώς των Βάσεων, ως εξής:
«…θα είναι το πρώτο σου καθήκον να δημιουργείς σχέσεις με την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας με τέτοιο τρόπο που να διασφαλίζεις ότι, για όσο χρονικό διάστημα είναι δυνατόν, αυτά τα τεράστια συμφέροντα της Κυβέρνησης της αυτού Μεγαλειότητας του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα τεθούν σε κίνδυνο».
Από τη γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας πρωταρχικός σκοπός της Βρετανίας ήταν και είναι η μη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους και η μη αμφισβήτηση της λειτουργίας των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα της πολιτικής τους και των προσπαθειών τους φαίνεται ότι στα 48 χρόνια ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας ουδέποτε έχει κλονισθεί σοβαρά η λειτουργία των Βρετανικών Βάσεων.
Η λειτουργία των Βάσεων ενέχει σε κάθε Ύπατο Αρμοστή της Βρετανίας στην Κύπρο ειδικό βάρος, ευθύνες και αρμοδιότητες. Αποκαλυπτική επί τούτου είναι η παράγραφος 8 του εν λόγω κειμένου:
«Η ύπαρξη των Κυρίαρχων Βάσεων καθώς και των λοιπών εγκαταστάσεων, η παρουσία και οι δραστηριότητες των δυνάμεων του Ηνωμένου Βασιλείου τόσο εντός των Βάσεων όσο και στις περιοχές της Δημοκρατίας, και ειδικά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, καθώς και το γεγονός ότι οι Κυρίαρχες Βάσεις αποτελούν το αρχηγείο του Γενικού Επικεφαλής αρμόδιου για τον αμυντικό συντονισμό του Ηνωμένου Βασιλείου στην Εγγύς Ανατολή , έχει ειδικό τρόπο χειρισμού των πολιτικών σχέσεων Κύπρου-Ηνωμένου Βασιλείου και θα έχεις επιπρόσθετες ευθύνες στους ώμους σου πέραν αυτών που περιγράφονται στις παραγράφους 2 και 3 πιο πάνω».
Η στρατηγική και μακρόπνοη σκέψη των Βρετανών αποκαλύπτεται στο παρόν έγγραφο αφού γίνεται ρητή αναφορά στην ύπαρξη σχεδίου εκκένωσης πολιτών μέσω των περιοχών των Βάσεων. Συγκεκριμένα η παράγραφος 12 αναφέρει:
«Θα είσαι ασφαλώς ενήμερος για το στρατιωτικό σχέδιο (κωδικός COS (60) 94) για την εκκένωση Βρετανών υπηκόων από την Κυπριακή Δημοκρατία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Θα παρατήρησες ότι η ευθύνη για την εισήγηση εκκένωσης πολιτών βρίσκεται στον Αρχηγό των Δυνάμεων της Εγγύς Ανατολής σε συνεννόηση μαζί σου. Η ευθύνη για την εκκένωση όλων των υπολοίπων Βρετανών υπηκόων είναι, φυσικά, δική σου».
Καθόλη τη δεκαετία του 1960 οι Βάσεις αναπτύχθηκαν περαιτέρω και με την κλιμάκωση του ψυχρού πολέμου αναδείχθηκε η στρατηγική τους σημασία ειδικά στον τομέα της παρακολούθησης και της κατασκοπείας. Το τελευταίο έγγραφο είναι ημερομηνίας 13 Σεπτεμβρίου 1972 και επεξηγεί την σημασία της Κύπρου και των Βάσεων 12 χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου.
«Οι κυριότεροι λόγοι του γιατί οι Βρετανικές Δυνάμεις είναι εγκαταστημένες στην Κύπρο (εκτός από την ΟΥΝΦΙΚΥΠ) αναφέρονται από τον Διοικητή των Βρετανικών Δυνάμεων Εγγύς Ανατολής ως η συνεισφορά στην διατήρηση της ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή, η υποστήριξη της Νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η υποστήριξη του CENTO, η διατήρηση της ασφάλειας των Βρετανικών Βάσεων, των θαλάσσιων και αεροπορικών επικοινωνιών και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου όπως περιγράφονται στις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης και Εγγυήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αμυντικής συμφωνίας με την Μάλτα. Με πιο συγκεκριμένους όρους οι Βάσεις, διατηρούν επιθετικές και τακτικές δυνάμεις παρακολούθησης για την υποστήριξη του CENTO, ικανότητα αεροπορικής κάλυψης της περιοχής, αποτελούν σημείο ανασύνταξης των δυνάμεων του CENTO στη διαδρομή προς την Άπω Ανατολή, η παροχή υποστήριξης στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ, η ύπαρξη εκπαιδευτικής βάσης (που χρησιμοποιείται για στρατεύματα εκτός του νησιού) και, φυσικά, η δυνατότητα για υπεράσπιση των περιοχών των Κυρίαρχων Βάσεων. Επίσης υπάρχουν για να δίνουν πλάγια υποστήριξη στο ΝΑΤΟ και για να παρέχουν μια βάση για επιχειρήσεις παρακολούθησης και κατασκοπείας».
Συμπεράσματα
Από την παράθεση των πιο πάνω αποσπασμάτων μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τον ρόλο και την πολιτική της Βρετανίας στην Κύπρο.
1. Οι Βρετανικές στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρου αποτελούν ζωτικής σημασίας για την στρατηγική και πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου διαχρονικά.
2. Το κύριο ζητούμενο στις σχέσεις Κύπρου-Βρετανίας είναι η απρόσκοπτη λειτουργία των Βάσεων στην Κύπρο. Όταν αυτές τεθούν εν αμφιβόλω από την ίδια την Κύπρο τότε η Βρετανία πιθανόν να αναθεωρήσει την πολιτική της στην Κύπρο.
3. Όλο το διάστημα του ψυχρού πολέμου η Κύπρος αποτέλεσε την πιο χρήσιμη βάση τόσο για του Βρετανούς όσο και για τις ΗΠΑ και δυστυχώς χωρίς κανένα αντάλλαγμα σε πολιτικό επίπεδο.
4. Καμιά Κυβέρνηση της Κύπρου, πλην του Κυβερνητικού χειρισμού της κρίσης του Λιβάνου το 2006 όπου απαγορεύτηκαν οι προσγειώσεις όλων αεροπλάνων ξένων κρατών στα αεροδρόμια των Βάσεων, δεν εκμεταλλεύτηκε την γεωπολιτική υπεραξία της Κύπρου τόσο για τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού και κυρίως για μείωση του παρεμβατικού ρόλου της Βρετανίας στην περιοχή.
5. Όλες οι πολιτικές της Βρετανίας είναι συνδεδεμένες με το μέλλον των Βρετανικών Βάσεων. Τρανή απόδειξη ότι από οποιαδήποτε πρόταση για επίλυση του Κυπριακού οι Βρετανοί επιθυμούν να είναι κερδισμένοι αναφορικά με το καθεστώς των Βάσεων. Η αναβάθμιση τους που επιχειρήθηκε με το Σχέδιο Ανάν δείχνει ότι οι προθέσεις τους είναι αφενός μεν να μην επηρεαστούν τα Βρετανικά συμφέροντα και αφετέρου αν είναι δυνατόν να τα επεκτείνουν (π.χ με δικαίωμα για χωρικά ύδατα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, δικαίωμα έρευνας και διάσωσης, δικαίωμα εκμετάλλευσης υποθαλλάσιου πλούτου).