του Σίμου Α. Αγγελίδη
Η Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος δικαίου, κράτος μέλος της ΕΕ, έχει μόνο μια διέξοδο: την εμμονή της στην επανατοποθέτηση του κυπριακού προβλήματος στη διεθνή του διάσταση, αυτή της παράνομης κατοχής, εκτοπισμού, διαιρέσεως και εποικισμού. Η Κυβέρνηση με αποφασιστικότητα και πειστικότητα οφείλει να επικαλείται τις αρχές και αξίες, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, αλλά και του διεθνούς δικαίου. Σε κάθε προσπάθεια επιβολής απαράδεκτης λύσης, ως μόνιμη διεκδίκηση και αντιπρόταση οφείλει να προτάσσει το δίκαιο, διότι μόνο αυτό έχει ως στήριγμά της και, βεβαίως, ουδείς μπορεί να την κατηγορήσει για το γεγονός ότι εμμένει σε πανανθρώπινες αρχές και αξίες.
Δυστυχώς, η Κυπριακή Δημοκρατία ολιγωρεί. Απτό παράδειγμα αποτελεί η 4η Διακρατική Προσφυγή Κύπρου v. Τουρκίας στο ΕΔΑΔ, η οποία εκδόθηκε τον Μάιο του 2001. Η προσφυγή αποτελεί μοναδική τομή στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ΕΔΑΔ καταδίκασε την Τουρκία για συνεχιζόμενη και μαζική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, για άγνωστους πολιτικούς λόγους, αρνείται να την επικαλεστεί. Αντ΄ αυτού προτιμά και παραμένει προσκολλημένη στη διεκδίκηση μιας «διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας» η οποία, εξ ορισμού, αντί να αποκαθιστά τα δικαιώματα όλων των νόμιμων Κυπρίων πολιτών, θα τα παραβιάζει.
Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η Τουρκία είναι, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής και παράνομης παρουσίας στρατού, αποκλειστικά υπόλογη για κάθε παραβίαση. Το ΕΔΑΔ απέρριψε κάθε προσπάθειά της για απενοχοποίηση, ενώ χαρακτήρισε το ψευδοκράτος ως «υποτελή τοπική διοίκηση» και ως «καθεστώς μαριονέτας». Η Κυπριακή Δημοκρατία όφειλε να αξιοποιήσει την απόφαση και να προβάλλει διαρκώς και παντού την ευθύνη της Τουρκίας. Δυστυχώς και οι τρεις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την έκδοσή της απόφασης την παραγνώρισαν και υποβάθμισαν το Κυπριακό σε διακοινοτική, δήθεν, διαφορά και μέσα από συνομιλίες με τον ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας επιζητούν «λύση», αφήνοντας στο απυρόβλητο την Τουρκία.
Ως Ευρωπαϊκό Κράτος από την 1.5.2004, σύμφωνα και με τις συμβατικές μας υποχρεώσεις, οφείλουμε να εμμένουμε στην εφαρμογή και το σεβασμό της εν λόγω απόφασης, η οποία είναι δεσμευτική προς την Τουρκία. Είναι εξάλλου, σύμφωνα με τα Κριτήρια της Κοπεγχάγη του 1992, προϋπόθεση για την ένταξη ενός κράτους η εφαρμογή και ο σεβασμός των αποφάσεων του ΕΔΑΔ. Εγείρονται σοβαρά νομικό-πολιτικά ερωτήματα γιατί από το 2001 η Κυπριακή Δημοκρατία δεν επιδίωξε να διεκδικήσει θεραπεία, αποκατάσταση και αποζημιώσεις εναντίον της Τουρκίας στο ΕΔΑΔ, σε σχέση με τις παραβιάσεις τις οποίες έχει κριθεί υπεύθυνη. Είναι άγνωστο με ποία πολιτική ή νομική θεώρηση επιλέγηκε η μη προώθηση του θέματος. Τώρα, με το νέο κύκλο συνομιλιών, αντί να συνεχίσουμε να προβάλλουμε αδύνατα πολιτικά επιχειρήματα και να συζητούμε το ήδη απορριφθέν σχέδιο Ανάν, έχουμε την ευκαιρία να επικαλεστούμε εκ νέου την 4η διακρατική και να την επιβάλουμε ως αφετηρία διαπραγμάτευσης.
Ας επικαλεστούμε το δικαίωμα για απευθείας συνομιλίες με την παραβιάζουσα το διεθνές δίκαιο κατοχική δύναμη, ως ένα εκ των 27 κρατών που θα κρίνουν ισότιμα την πορεία της Τουρκίας. Ας καταδικαστεί η συνεχής αντι-ευρωπαϊκή αναφορά της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας σε δύο κράτη, δύο λαούς, δύο γλώσσες και δύο θρησκείες. Επτά χρόνια έχουν παρέλθει από την έκδοση της 4ης Διακρατικής και αδυνατούμε ως κράτος να την αξιοποιήσουμε. Ελπίζω να μην περάσουν άλλα τόσα μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της. Τότε ίσως να είναι πολύ αργά για τον αγώνα μας για απελευθέρωση και δικαίωση.
Ο Σίμος Α. Αγγελίδης είναι δικηγόρος