Αρθρογραφεί: Μιχάλης Κοντός
Ανευθυνότητα και αδιαφορία: Τα λάθη και οι παραλείψεις των κυπριακών κυβερνήσεων
Ο Λουκής Λουκαΐδης δεν χρειάζεται συστάσεις. Διετέλεσε Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας από το 1975 ως το 1998 και Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από το 1998 ως το 2008. Προτού διοριστεί Δικαστής είχε εκπροσωπήσει την Κυπριακή Δημοκρατία στις πρώτες Διακρατικές Προσφυγές εναντίον της Τουρκίας, ενώ έχει δημοσιέυσει πληθώρα βιβλίων και άρθρων που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τελικά κύριε Λουκαΐδη μήπως υπερεκτιμήσαμε τις δυνατότητες των διεθνών δικαστηρίων να συμβάλουν στην επίλυση προβλημάτων όπως το κυπριακό;
Δεν υπήρξε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του ΕΔΑΔ. Τόσο αυτό, όσο και η προϋπάρχουσα Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ιδίου δικαστικού συστήματος, δικαίωσαν την Κυπριακή Δημοκρατία με τις αποφάσεις τους κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό. Καταδίκασαν την Τουρκία για οργανωμένες, συστηματικές και μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κύπρο, όποτε κλήθηκαν να το πράξουν. Οι σχετικές αποφάσεις είναι οι μοναδικές στο διεθνή χώρο που κατονομάζουν την Τουρκία και της αποδίδουν απόλυτη ευθύνη, όπως ακριβώς ήταν οι εναντίον της καταγγελίες. Οι αποφάσεις αυτές θα μπορούσαν να καταστούν σοβαρός μοχλός πίεσης επί της Τουρκίας για μια σωστή λύση του κυπριακού προβλήματος. Η κάποια απροθυμία που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, με απαρχή την υπόθεση Αρέστη, οφείλεται σε αδυναμίες μας (για να χρησιμοποιήσω μια ουδέτερη λέξη) να αξιολογήσουμε και να αξιοποιήσουμε σωστά τις αποφάσεις του Δικαστηρίου και να χειριστούμε ορισμένα συναφή θέματα με τον κατάλληλο τρόπο.
Εξηγήστε μας λίγο τι εννοείτε
Τις καταδικαστικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις πρώτες τρεις διακρατικές προσφυγές εναντίον της Τουρκίας δεν τις προωθήσαμε στην Επιτροπή Υπουργών σωστά. Μάλιστα, σε κάποια φάση, ζητήσαμε με απόφαση της πολιτικής μας ηγεσίας αναβολή προώθησης των υποθέσεων στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης λόγω δικοινοτικών συνομιλιών. Το αποτέλεσμα ήταν να μειώσουμε σοβαρά το ενδιαφέρον των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις καταγγελίες εναντίον της Τουρκίας και να συμβάλουμε στην προσπάθεια αποενεχοποίησής της και «πολιτικοποίησης» του προβλήματός μας. Την απόφαση στη διακρατική προσφυγή εξάλλου δεν την αναφέρουν καν οι πολιτικοί μας, οι δε Γενικοί Εισαγγελείς, με χειρότερη περίπτωση το νυν Γεν. Εισαγγελέα, δεν την προώθησαν με αίτημα για αποζημιώσεις (που ακόμα και αν απορριφθεί η απόφαση δεν χάνει την αξία της), παρόλο που το θέμα αυτό εκκρεμεί για επτά ολόκληρα χρόνια και βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη του Δικαστηρίου κάθε μήνα. Εκκρεμότητα για την οποία κάνει νύξη και η πρόσφατη απόφαση για τους αγνοούμενους. Συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κάμψη του ενδιαφέροντος του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποτελείται από ανθρώπους που παίρνουν τα μηνύματα που εκπέμπονται από τη συμπεριφορά των διαδίκων και τη διεθνή ατμόσφαιρα και σε αυτήν την ατμόσφαιρα επικράτησε η αδιαφορία του κυπριακού κράτους και το σχέδιο του Γεν. Γραμματέα του ΟΗΕ – στο οποίο συνέβαλε και η προεδρία Κληρίδη με σύμβουλο το Γεν. Εισαγγελέα κ. Μαρκίδη – γεγονότα πάνω στα οποία έκτισε και κτίζει η προπαγάνδα της Τουρκίας και των συμμάχων της.
Έντονες αντιρρήσεις ως προς τη δική μας πολιτική είχατε εκφράσει ιδιαίτερα την περίοδο της υπόθεσης Αρέστη. Ποια υπήρξαν τα λάθη της δικής μας πλευράς;
Μετά την διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματος ιδιοκτησίας, το αρμόδιο Τμήμα του ΕΔΑΔ παρέκλινε από την προηγουμένη νομολογία του και αναφέρθηκε στην ανάγκη εισαγωγής από την Τουρκία μέτρων θεραπείας της παραβίασης, ενώ στο χρονικό αυτό σημείο επέκειτο η οριστικοποίηση στα κατεχόμενα της «επιτροπής αποζημίωσης». Στη συνέχεια, όταν επανεξέτασε την υπόθεση για να δει αν εισήχθη οποιαδήποτε θεραπεία από την Τουρκία, το εν λόγω Τμήμα επαίνεσε τα μέτρα που πήρε η Τουρκία με την μορφή της «επιτροπής αποζημιώσεων» στα κατεχόμενα, έστω και αν επιδίκασε αποζημιώσεις προς όφελος του αιτητή, διότι έκρινε ότι η υπόθεση ήταν σε προχωρημένο στάδιο και δεν εγειρόταν θέμα να παραπεμφθεί στη εν λόγω «επιτροπή». Ο έπαινος για την «επιτροπή» ήταν ένα πολύ αρνητικό στοιχείο το οποίο, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο θα επανέλθει επί του θέματος, δεν παύει να συνιστά ένα σκόπελο και μια αρνητική εξέλιξη στην πορεία των ελληνοκυπριακών προσφυγών κατά της Τουρκίας σε θέματα περιουσίας. Η αρνητική αυτή εξέλιξη ήταν αποτέλεσμα μιας λανθασμένης άποψης που ευνοούσε τις τουρκικές θέσεις, την οποία ασπάσθηκαν και διοχέτευσαν στο αρμόδιο τμήμα που αποφάσισε την υπόθεση ορισμένοι δικαστές. Εκείνο που έχει σημασία για το θέμα που μιλούμε είναι το γεγονός ότι υπήρχε η δυνατότητα να εφεσιβληθεί η σχετική απόφαση στο στάδιο που αντίθετα με την νομολογία του, άκαιρα και ανορθόδοξα, το αρμόδιο Τμήμα άνοιξε τον δρόμο για μια θεραπεία από την Τουρκία και παρά την έντονη και αιτιολογημένη προσωπική μου – αλλά και άλλων νομικών με σχετική δικαστική πείρα – σύσταση υπέρ της έφεσης αυτής, ο νυν Γενικός Εισαγγελέας απέρριψε την πρόταση, δεχόμενος ότι η έφεση μπορούσε να γίνει στο τελικό στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Τμήματος που, κατά την γνώμη που του εξέφρασα, δεν είχε καμιά πιθανότητα να γίνει δεκτή, όπως αποδείχτηκε και στην συνέχεια. Προειδοποίηση πριν την σχετική αρνητική απόφαση, ότι διαφαινόταν να επέρχεται το αρνητικό αποτέλεσμα, οδήγησε τον δικηγόρο της αιτήτριας σε μια συγκινητική απόφαση να αποσύρει την προσφυγή για να αποφευχθεί το «κακό», χωρίς όμως τελικά να υλοποιήσει την απόφαση αυτή. Προσθέτω ότι στα δικόγραφα της αιτήτριας υπήρχε και δήλωση ότι δεν έπρεπε να επηρεασθεί η ισορροπία του σχεδίου Ανάν. Μένω ως εδώ.
Αναφερθήκατε προηγουμένως στη Διακρατική προσφυγή. Γιατί λησμονήθηκε εντελώς η απόφαση εκείνη;
Η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση αυτή εκδόθηκε το 2001. Από τότε υπήρχαν δυο διαδρομές που έπρεπε να ακολουθηθούν: η μια αφορούσε την αξιοποίηση της απόφασης ως απόδειξης από ανεξάρτητο διεθνές δικαστικό όργανο της ευθύνης της Τουρκίας για συνεχιζόμενες μαζικές και οργανωμένες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Τουρκία στην Κύπρο, που αποτελεί και την ουσία του κυπριακού προβλήματος ως έχει σήμερα. Η αξιοποίηση της απόφασης αυτής ως απόδειξης της ενοχής της Τουρκίας εξαρτάτο βασικά από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, σε συνεργασία με τον Γενικό Εισαγγελέα. Στην πρώτη φάση εξαρτάτο από τον Πρόεδρο Κληρίδη και τον κ. Μαρκίδη. Αντί όμως να αξιοποιηθεί η απόφαση προς όλες τις κατευθύνσεις, περιλαμβανομένου και του ΟΗΕ, καταλήξαμε στην φάση αυτή να παραμερισθεί η απόφαση από το σχέδιο του ΓΓ του ΟΗΕ, το οποίο μάλιστα προνοούσε διευθετήσεις του κυπριακού ασυμβίβαστές με τις διαπιστώσεις της απόφασης, περιλαμβανομένης και της ευθύνης της Τουρκίας, σε σημείο που όλες τις υποχρεώσεις της Τουρκίας που προέκυπταν σύμφωνα με την απόφαση τις αναλάμβανε το νέο Κυπριακό κράτος και κυρίως τα θύματα, δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι. Η ζημιά που έγινε με το σχέδιο αυτό στο δεδικασμένο της απόφασης ήταν τεράστια. Μάλιστα το σχέδιο εξέπεμπε το μήνυμα στην Ευρώπη και στο ΕΔΑΔ ότι η απόφασή του δεν είχε σημασία και ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία, πολιτική και νομική, άλλαζαν πορεία και απομακρύνονταν από την εκτέλεση της απόφασης.
Η δεύτερη διαδρομή ποια είναι;
Η άλλη διαδρομή αφορούσε την προσπάθεια λήψης μέτρων για την εκτέλεση της απόφασης, με αποκατάσταση από την Τουρκία των δικαιωμάτων που παραβιάσθηκαν υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών και για την επιδίκαση από το Δικαστήριο αποζημιώσεων σε βάρος της Τουρκίας για τις παραβιάσεις που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Όσον αφορά την δεύτερη αυτή διαδρομή αναφέρω ότι, ενώ η εκτέλεση της απόφασης εκκρεμούσε ενώπιον της Επιτροπής Υπουργών, η νέα τότε πολιτική ηγεσία με Πρόεδρο τον κ. Παπαδόπουλο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στην απόφαση και δεν την αξιοποίησε στα πολιτικά κέντρα αποφάσεων της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της ΕΕ. Παράλληλα, η Γενική Εισαγγελία με τον Γεν. Εισαγγελέα κ. Σόλωνα Νικήτα και στη συνέχεια με τον τωρινό Γεν. Εισαγγελέα κ. Πέτρο Κληρίδη δεν ανέπτυξαν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, όπως αυτοπρόσωπη παρουσία στην επιτροπή υπουργών, προσωπική επικοινωνία με την Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης και με τα κέντρα λήψεως αποφάσεων στις διάφορες πρωτεύουσες. Ο μεν πρώτος είχε την λανθασμένη, κατά τη γνώμη μου, άποψη ότι θα έπρεπε να γίνει μια νέα διακρατική προσφυγή παρόλο που εκκρεμούσε η εκτέλεση της πρώτης, ο δε δεύτερος περιοριζόταν στο να αποστέλλει Δικηγόρο της Δημοκρατίας με τη συνοδεία Άγγλου νομικού για να προβαίνουν σε δηλώσεις στην Επιτροπή Υπουργών και να επισκέπτονται τους πρεσβευτές στο Στρασβούργο, οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να αποφασίσουν οι ίδιοι, άλλα έπρεπε να πάρουν οδηγίες από τα κέντρα αποφάσεων τα οποία κανένας δεν επισκεπτόταν. Το χειρότερο δε είναι ότι ο κ. Πέτρος Κληρίδης δεν υπέβαλε μέχρι τώρα αίτημα για αποζημιώσεις σε σχέση με την διακρατική προσφυγή. Το αποτέλεσμα είναι ότι λησμονήθηκε πράγματι εντελώς η απόφαση, για να μην πω ότι έχει επίσης απωλέσει σε μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητά της.
Ο συμβιβασμός του Τύμβιου με την Τουρκία πώς επηρεάζει τις εκκρεμούσες υποθέσεις;
Αντιλαμβάνομαι ότι η ερώτησή σας αφορά κυρίως δυο αρνητικά στοιχεία: α) το γεγονός ότι ο συμβιβασμός αυτός ήταν προϊόν της παράνομης επιτροπής αποζημιώσεων στα κατεχόμενα και β) το γεγονός ότι τουρκοκυπριακή ακίνητη περιουσία στην ελεύθερη περιοχή της Κύπρου «παραχωρήθηκε» από την Τουρκία (!) στον κ. Τύμβιο αντίθετα και με την νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία η περιουσία αυτή βρίσκεται στην κατοχή του «κηδεμόνα», ο οποίος αποφασίζει περί της χρήσης της. Θα πρέπει καταρχήν να πω ότι σύμφωνα με την πρακτική του Δικαστηρίου σε σχέση με φιλικούς διακανονισμούς, το Δικαστήριο δεν μπαίνει σε βάθος να εξετάσει κατά πόσο η υλοποίηση ενός συγκεκριμένου φιλικού διακανονισμού ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου ή όχι, αλλά επικεντρώνεται στο κατά πόσο ο φιλικός διακανονισμός είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης του προσφεύγοντος – παραπονεμένου για παραβιάσεις των δικαιωμάτων του και κατά πόσο ο διακανονισμός αντιμετωπίζει το πρόβλημα των σχετικών παραβιάσεων κατά τρόπο δίκαιο και ανάλογο με τη συγκεκριμένη παραβίαση. Πιστεύω ότι είναι για αυτό που το Δικαστήριο απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα της παράνομης επιτροπής, αφού και ο ίδιος ο προσφεύγων δεν έθιξε το θέμα. Για τον ίδιο λόγο το Δικαστήριο δεν επελήφθη του θέματος του «κηδεμόνα». Έχω τη γνώμη ότι στο στάδιο της υλοποίησης του φιλικού διακανονισμού θα πρέπει να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις της εθνικής νομοθεσίας. Το γεγονός όμως παραμένει ότι ο φιλικός αυτός διακανονισμός, που προήλθε από μία αντιπατριωτική πράξη μέσω μιας παράνομης επιτροπής του καθεστώτος των κατεχομένων η δε υλοποίησή του προσκρούει στο νόμο, είναι απαράδεκτη ενέργεια και ενέχει το κίνδυνο να παροτρύνει κι άλλους με την νοοτροπία του κ. Τύμβιου να αποταθούν στην εν λόγω επιτροπή, βάζοντας το προσωπικό τους όφελος πιο πάνω από τα συμφέροντα της πατρίδας τους, παραγνωρίζοντας ότι άλλοι έβαλαν την πατρίδα τους πιο ψηλά από την ζωή τους. Επίσης δεν αποκλείω κάποια αρνητική επίδραση του συμβιβασμού και της διαδικασίας που ακολούθησε ο κ. Τύμβιος σε άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις.