του Ξενή Ξενοφώντος
Στην υπόθεση Λοϊζίδου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης περιουσίας της Τιτίνας Λοϊζίδου. Στην παράγραφο 64 της απόφασης, το Δικαστήριο ιεράρχησε την άμεση και άνευ όρων προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του κάθε εκτοπισμένου, ασχέτως του εάν πολιτικοί σε δικοινοτικό διάλογο διαπραγματεύονται τέτοια δικαιώματα. Την απόφαση στην Λοϊζίδου ακολούθησε η 4η Διακρατική Προσφυγή Κύπρος εναντίον Τουρκίας, καθώς και οι αποφάσεις Δημάδη, Τύμβιου και Αρέστη. Αυτή όμως την καθαρή και απόλυτα σύμφωνη κρίση του για το θέμα των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, φαίνεται να την αμφισβητεί σήμερα με την πρακτική του το ίδιο το Δικαστήριο.
Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων προκαλούν μεγάλη ανησυχία. Παρόμοιες υποθέσεις με την Λοϊζίδου, που καταχωρήθηκαν ταυτόχρονα, παραμένουν ακόμη εκκρεμείς για 18 έτη, με Αιτητές να είναι υπερήλικοι ή να έχουν αποβιώσει (κάτι το οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα θεωρούσε για οποιοδήποτε εθνικό δικαστήριο ως παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης σε εύλογο χρόνο). Πολλές άλλες υποθέσεις έχουν ανασταλεί μέχρι να εκδικαστούν μόνο λίγες πιλοτικές, με το Δικαστήριο να φαίνεται διατεθειμένο να εξετάσει το κατά πόσον οι Αιτητές σε υποθέσεις ενώπιόν του πρέπει πρώτα να προσφεύγουν σε παράνομες Επιτροπές των κατεχομένων, κάτι που ξεκίνησε από την υπόθεση Αρέστη εναντίον Τουρκίας το 2004. Η πρόταση για διορισμό «δικαστή» του ψευδοκράτους σε θέση δικαστή του ΕΔΑΔ για τις υποθέσεις εκτοπισμένων έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Ο προτεινόμενος συμβιβασμός του Μάικ Τύμβιου με τον Αττίλα, έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο. Και ακόμη και για τις αποφάσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση, όπως η Λοϊζίδου και η Κύπρος εναντίον Τουρκίας, δεν έχει υπάρξει εκτέλεση και εφαρμογή τους. Τόσο η Τιτίνα Λοϊζίδου, όσο και οι 211,000 άλλοι εκτοπισμένοι κάτοικοι και ιδιοκτήτες, παραμένουν αποξενωμένοι και απομακρυσμένοι από τις περιουσίες και τις εστίες τους και οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους συνεχίζονται.
Πολλές από τις ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση βαρύνουν εμάς τους ίδιους. Και πρέπει να προβούμε σε σοβαρή αυτοκριτική. Γιατί, ακόμη και μετά τις αποφάσεις Λοϊζίδου και Κύπρος εναντίον Τουρκίας, διαπραγματευτήκαμε σε δικοινοτικές διαπραγματεύσεις το δικαίωμα ιδιοκτησίας; Γιατί δεχτήκαμε να συζητούμε σχέδια και προτάσεις που καταστρατηγούσαν το δικαίωμα αυτό; Γιατί αφήσαμε υποστελεχωμένο το διπλωματικό μας παράρτημα στο Στρασβούργο, όπου για χρόνια οργιάζει η τουρκική προπαγάνδα μέσω μίας πανίσχυρης και υπεράριθμης τουρκικής αντιπροσωπείας; Γιατί δε ζητήσαμε επιτακτικά την άμεση εφαρμογή των αποφάσεων;
Όμως, όποια κι αν είναι η ευθύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τίποτα δεν μπορεί να αποσείσει τις ευθύνες ενός Δικαστηρίου, το οποίο αντί να μεριμνά για την άμεση και άνευ όρων έκδοση αποφάσεων και εφαρμογή τους, αφήνει να παρεισφρήσουν στην κρίση και στην πρακτική του πολιτικές σκοπιμότητες και να δίνει την εντύπωση ότι πιθανόν να είναι το ίδιο έτοιμο να ανατρέψει τις δικές του αποφάσεις.
Δυστυχώς, η περίπτωση των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων και ο τρόπος αντιμετώπισης των υποθέσεών τους από το Δικαστήριο τα τελευταία χρόνια, θέτει εν αμφιβόλω το ίδιο το κύρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο από ένα πρωτοπόρο σώμα παγκόσμια στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κινδυνεύει, με πιθανό πρώτο προηγούμενο την περίπτωση των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων, να αναδειχθεί σε ένα αναποτελεσματικό και μεροληπτικό φόρουμ, έτοιμο να ανατρέψει μελλοντικά την ίδια τη δική του νομολογία. Αυτά μάλιστα σε μία εποχή που τα δικαιώματα ιδιωτικής ζωής, δίκαιης δίκης, απαγόρευσης βασανιστηρίων, τίθενται ξανά εν αμφιβόλω από πολλές χώρες του κόσμου που αγωνίστηκαν κάποτε για την καθιέρωσή τους.
Ο Ξενής Ξενοφώντος είναι δικηγόρος