Στην πολυσήμαντη απόφαση Λοϊζιδου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) αποφάσισε ότι η Τουρκία ασκούσε αποτελεσματικό στρατιωτικό έλεγχο επί των κατεχομένων περιοχών, ο οποίος την καθιστά υπεύθυνη για τις ενέργειες της «ΤΔΒΚ» και για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πραγματοποιούνται στην κατεχόμενη Κύπρο. Αποδέχθηκε δηλαδή ότι η «ΤΔΒΚ» αποτελεί κράτος μαριονέτα, δηλαδή μια «κατ’ όνομα μόνο κρατική οντότητα, η οποία στην πραγματικότητα βρίσκεται κάτω από ξένο έλεγχο, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες που η εγκαθίδρυση του εξαρτημένου κράτους έχει ως σκοπό την συγκάλυψη μιας έκδηλης παρανομίας».
Λογική συνέχεια της υπόθεσης Λοϊζίδου αποτέλεσε η απόφαση του ΕΔΑΔ στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη όμως υπήρξε η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία τα ένδικα μέσα της «ΤΔΒΚ» θα πρέπει να θεωρούνται ως εσωτερικά ένδικα μέσα της Τουρκίας για σκοπούς προσφυγής στο ΕΔΑΔ. Η πλειοψηφία του ΕΔΑΔ παρατήρησε ότι από τη στιγμή που η Τουρκία θεωρείται υπεύθυνη για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πραγματοποιούνται στην κατεχόμενη Κύπρο, δεν θα ήταν ορθό να μην της δίνεται το δικαίωμα να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει δικαστήρια τα οποία να είναι ικανά να θεραπεύσουν τις οποιεσδήποτε παραβιάσεις. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω συλλογιστικής έγινε δεκτό ότι οι κάτοικοι της «ΤΔΒΚ» οφείλουν να εξαντλήσουν τα ένδικα μέσα της «ΤΔΒΚ» προτού προσφύγουν στο ΕΔΑΔ, εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι τα υπάρχοντα ένδικα μέσα είναι αναποτελεσματικά.
Η ισχυρή μειοψηφία του Δικαστηρίου διαφώνησε έντονα με την προαναφερόμενη απόφαση. Η μειοψηφία του Δικαστηρίου αντέταξε ότι είναι σε κάθε περίπτωση παράλογο να ζητείται από τους κατοίκους μιας κατεχόμενης περιοχής να εξαντλήσουν τα ένδικα μέσα στην περιοχή αυτή, ως προϋπόθεση για να προσφύγουν στο ΕΔΑΔ για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Επιπλέον, δεν είναι λογικό να θεωρούνται τα δικαστήρια της «ΤΔΒΚ» ως εσωτερικά ένδικα μέσα της Τουρκίας, από τη στιγμή που η ίδια η Τουρκία ισχυρίζεται ενώπιον του ΕΔΑΔ ότι η «ΤΔΒΚ» αποτελεί ένα ανεξάρτητο κράτος το οποίο είναι υπεύθυνο για την λειτουργία της δικής του έννομης τάξης. Η απόφαση της μειοψηφίας του Δικαστηρίου είναι ορθή. Η λόγω ανάγκης αποδοχή ορισμένων πράξεων ενός παράνομου κράτους, οι οποίες αφορούν στην καθημερινή ζωή των πολιτών, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξισωθεί με την αναγνώριση υποχρέωσης στους πολίτες αυτούς να προσφύγουν στα όργανα του παράνομου αυτού κράτους, ώστε να μπορέσουν να ακουστούν από ένα διεθνές δικαστήριο.
Θα πρέπει εντούτοις να διευκρινιστεί ότι η απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου, αν και εσφαλμένη, δεν οδηγεί σε άμεση ή έμμεση αναγνώριση της «ΤΔΒΚ», ένα γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε εμφατικά και από το ίδιο το Δικαστήριο. Τα σχετικά όργανα αναγνωρίζονται ως εσωτερικά ένδικα μέσα της Τουρκίας, η οποία ασκεί στρατιωτικό έλεγχο επί της κατεχόμενης Κύπρου και όχι ως θεσμοί της ανύπαρκτης και μη αναγνωρισμένης «ΤΔΒΚ».
Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την οποία κρίθηκε ως παραδεκτή η προσφυγή της Ελληνοκύπριας Ξενίδη – Αρέστη, ήρθε να προστεθεί στον κατάλογο των δικαστικών επιτυχιών απέναντι στον εισβολέα. Στην απόφαση επαναβεβαιώθηκαν όλες οι προηγούμενες αποφάσεις, ενώ κρίθηκε πως η λεγόμενη επιτροπή αποζημιώσεων δεν θεωρείται ως αποτελεσματική θεραπεία σε ό,τι αφορά τις ελληνοκυπριακές περιουσίες στα κατεχόμενα. Σε ό,τι αφορά τις λεγόμενες Επιτροπές Αποζημιώσεων των κατεχομένων, το Δικαστήριο αποφάσισε πως το επιχείρημα της Τουρκικής κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο η προτεινόμενη θεραπεία των Επιτροπών Αποζημιώσεων μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελεσματική, θα πρέπει να απορριφθεί, εφόσον οι Επιτροπές αυτές δεν προσφέρουν ένα πλήρες σύστημα αποκατάστασης της περιουσίας των Ελληνοκυπρίων προσφύγων. Παρά το γεγονός ότι οι Επιτροπές αυτές προβλέπουν τη δυνατότητα αποζημίωσης για τις ακίνητες περιουσίες των Ελληνοκυπρίων, δεν προβλέπουν τη δυνατότητα αποκατάστασης των περιουσιών αυτών, αλλά ούτε και προβλέπουν οτιδήποτε αναφορικά με την κινητή περιουσία των προσφύγων ή μη χρηματικές αποζημιώσεις των προσώπων αυτών. Επιπλέον, κρίθηκε πως ο σχετικός νόμος της «ΤΔΒΚ» δεν απαντά στα παράπονα της αιτήτριας, είναι ασαφής σε ό,τι αφορά την χρονική εφαρμογή του και αποτελείται από μη αξιόπιστη σύνθεση.
Την απόφαση Ξενίδη ακολούθησε η νέα απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημάδη, η οποία και επιβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις. Παράλληλα όμως το ΕΔΑΔ προχώρησε σε νέα απόφαση για αναστολή των εκκρεμουσών υποθέσεων των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, ώσπου να εκδικαστούν νέες πιλοτικές υποθέσεις και να εξεταστούν οι νέοι ισχυρισμοί της Τουρκίας, σύμφωνα με τους οποίους οι νέες επιτροπές των κατεχομένων παρέχουν τώρα αποτελεσματική θεραπεία. Το ΕΔΑΔ εμφανίζεται επομένως εντελώς απρόθυμο να εκδικάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του, απευθύνοντας επανειλημμένες έμμεσες παραινέσεις προς την Τουρκία να εξεύρει αποτελεσματική θεραπεία. Μέσα στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η αποδοχή από το ΕΔΑΔ του περιλάλητου φιλικού διακανονισμού μεταξύ της Τουρκίας και του Μάικ Τύμβιου, ενός διακανονισμού που δεν έχει οποιαδήποτε ουσιαστική σημασία, πέραν από του να δημιουργήσει ερείσματα για την Τουρκία ως προς την αποτελεσματικότητα της ούτω καλούμενης «επιτροπής αποζημιώσεών» της, κατά τρόπο ώστε ικανοποιώντας ένα μικρό αριθμό Ελληνοκυπρίων προσφύγων, να αποφύγει την άμεση εκδίκαση από το ΕΔΑΔ των χιλιάδων υποθέσεων των Ελληνοκυπρίων προσφύγων κατά της Τουρκίας.
Η εύρεση ουσιαστικής αποτελεσματικής θεραπείας από τις επιτροπές των κατεχομένων δεν είναι έτσι κι αλλιώς ούτε εφικτή, ούτε και αναμενόμενη, εφόσον μια παρόμοια θεραπεία θα οδηγούσε σε ριζική μεταβολή της τουρκικής στρατηγικής και σε ουσιαστική επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Τα κοτσάνια επομένως των Ελληνοκυπρίων προσφύγων στα κατεχόμενα εξακολουθούν να παραμένουν σιδεροκέφαλα. Ορισμένες όμως εσφαλμένες από πλευράς στρατηγικής ενέργειες της ελληνοκυπριακής πλευράς, όπως η μη εμμονή ως προς το θέμα της άμεσης εφαρμογής της Τέταρτης Διακρατικής Προσφυγής, περιλαμβανομένης και της μη υποβολής αιτήματος για αποζημιώσεις εντός των πλαισίων της πιο πάνω προσφυγής, έχει περιπλέξει αδικαιολόγητα το θέμα των ελληνοκυπριακών προσφυγών. Μετά την απόφαση στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή πρώτιστο στόχο της ελληνοκυπριακής πλευράς θα έπρεπε να αποτελεί η άσκηση πιέσεων για άμεση εφαρμογή της Τέταρτης Διακρατικής Προσφυγής και η συμπερίληψή της στα κριτήρια της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, κάτι το οποίο, με τη συνενοχή τριών συνεχόμενων κυβερνήσεων, δεν επιτεύχθηκε, ούτε και επιδιώχθηκε.
Παρομοίως δεν επιδιώχθηκε με έντονο διπλωματικό τρόπο η εκτέλεση του δεύτερου σκέλους της απόφασης του ΕΔΑΔ, σύμφωνα με την οποία η Τουρκία υποχρεούται να επιτρέψει στην Τιτίνα Λοϊζίδου να ασκεί με ακώλυτο και ειρηνικό τρόπο τα δικαιώματά της επί της περιουσίας της που βρίσκεται στην Κερύνεια. Οι πιο πάνω παραλείψεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, σε συνδυασμό με την έντονη τουρκική διπλωματική κινητικότητα στο Στρασβούργο, έχουν επιτρέψει στην Τουρκία να αποφεύγει να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο και να ευελπιστεί στο να ξεγελάσει το ΕΔΑΔ και να αναγνωρίσει τις Επιτροπές της, κερδίζοντας επιπρόσθετες – σωτήριες για αυτή – παρατάσεις χρόνου.