Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.
Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.
“Νησί πικρό, νησί γλυκό, νησί τυραγνισμένο,
κάνω τον πόνο σου να πω και προσκυνώ και μένω.
Εσύ της θάλασσας ρυθμός, ολάνθιστο κλωνάρι,
πώς σου μαδήσαν τ άνθια σου διπλοί, τριπλοί βαρβάροι.
Τι θλιβερά που σεργιανάν τριγύρω σου τα ψάρια,
κι οι αντίχριστοι να παίζουνε την τύχη σου στα ζάρια.
Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνεις μάνα,
ύμνος και θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα”.
Στα μαύρα στα ολόμαυρα τ' αγνοούμενου η μάνα
γονατιστή προσεύχεται στην Παναγιά και λέει:
"Κυρά του Κύκκου, Δέσποινα, Κυρά Χαριτωμένη,
άκου τζι εμέν τον πόνον μου, λυπήθου με τζιαι πες μου.
Πες μου να ξέρω Δέσποινα, που βρίσκεται ο γιος μου;
Να μάθω αν εν ζωντανός μες της Τουρτσιάς τα μέρη,
να κλάψω τζιαι να λυπηθώ, να μεν γιορτολοΐσω,
να μείνω στα ολόμαυρα παντοτινά ντυμένη.
Τζι αν μάθω πως τον σκότωσαν να πράξω καθώς πρέπει.
Ν' άψω καντήλαν τζι ύστερα προζύμιν να γυρέψω
τζιαι να ζυμώσω πρόσφορα τζιαι πίτταν να πλουμίσω
τζιαι κόλλυβα την Τζιερκατζιήν στην εκκλησιάν να φέρω,
την Τζιερκατζιήν πολούτουρκα μνημόσυνον να κάμω.
Να ευλογήσει ο Παπάς να ψάλλουν οι ψαλτάδες.
Τζι άμα τελειώσ' η ψαλμουδκιά τζιαι τον ονοματίσει
πα' στο πεζούλιν να ξεβώ στον κόσμον να φωνάξω:
ελάτε, ελάτε χωρκανοί,
θέλω να σας κεράσω,το γιον μου τον επάντρεψα,
κεραστικόν του πάρτε,
το γιον μου τον άρμασα με μιαν Αρχοντοπούλα,
την Κόρην της Ελευθεριάς και πάει αργόν ταξίδιν.
Τζι ύστερα...
Ύστερα Παναγία μου τίποτες πια δεν θέλω
μόνον το Χάρον στείλε μου να πάρει την ψυσιήν μου
Να πάω...
Να πάω να βρω το γιόκαν μου ν' αναπαυτώ να πνάσω".